ΟΙ ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΙΤΣΑΣ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 7:42 pm

ΤΑ ΛΙΜΑΝΑΚΙΑ


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Διασκευή του αρχικού διηγήματος*

Πού να θυμηθεί όλες τις παραγγελίες, ο καπετάν Ηλίας της Μπαμπλένως, που του είχανε φορτώσει οι καλοί συμπατριώτες του νησιού του!

Έπρεπε να θυμάται αυτά που του είπε ο Δελχαρόγιαννος ο Χασάπης, ή τα πράγματα που του ζήτησε ο γερο - Πανάς. Άλλος του 'χε δώσει λεφτά προκαταβολή για να του πάρει ένα τρυγολόγο, άλλος για ένα σουγιά, άλλος για να του πάρει πιάτα. Ο Γιάννης ο Αντώναρος του 'χε παραγγείλει μια σβάρνα, και η Μαργαρώ της Πασσίνας του 'χε δώσει λεφτά για να της ψωνίσει κουντούρες κόκκινες, δηλαδή παντόφλες μυτερές.

Αφού τα ψώνισε όλα, μπαρκάρισε στη μπρατσέρα κάπου τρεις τη νύχτα.

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  %2525CE%25259C%2525CE%2525A0%2525CE%2525A1%2525CE%252591%2525CE%2525A4%2525CE%2525A3%2525CE%252595%2525CE%2525A1%2525CE%252591

Ξημέρωνε 30 Δεκεμβρίου. Λογάριαζε πως θα 'φτανε το βράδυ της παραμονής του Αη - Βασίλη στο μικρό νησάκι του, που ήτανε μακριά από το Βόλο, κάπου τριάντα μίλια.

Του άρεσε πάντα να μην ταξιδεύει νύχτα, παρά μετά τα μεσάνυχτα μόνο, σαν θα 'χε μέρα μπροστά του, παρά τον καιρό και τα ενδεχόμενα. Καμιά φορά χρειαζότανε να πλησιάσει κανένα από τα αγαπημένα του λιμανάκια που βρισκόντουσαν μέσα στον κόλπο. Ήταν η Χοντρή Άμμος, το Ελαφοκλήσι, ο Αη -Σώστης, το Απάγκιο και ο Χαμογιαλός. Τώρα όμως έπρεπε να είναι την παραμονή του Αγίου Βασιλείου στο νησί, για να δώσει τις παραγγελίες και να γιορτάσουν όλοι χαρούμενοι την Πρωτοχρονιά.

Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, σηκώθηκε πολύ δυνατός άνεμος. Για μεγαλύτερη σιγουριά, επειδή ακόμα δεν είχε βγει ήλιος, ο καπετάν Ηλίας άραξε στη Χοντρή Άμμο.

Ο άνεμος κόπασε σε λίγη ώρα και ο καπετάνιος χωρίς να χάσει ώρα ξεκίνησε πάλι το ταξίδι προς το Τρίκερι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να φαίνεται, όταν πάλι άρχισε δυνατός άνεμος. Ο καπετάν Ηλίας γύρισε και έριξε άγκυρα στο Ελαφοκλήσι, αλλά η ώρα περνούσε και ο άνεμος δε σταματούσε. Ο καπετάνιος σκεφτότανε τα εμπορεύματα.

Κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Λαμπρή, η βρατσέρα του έφτανε στο νησί γεμάτη ψώνια, για να γιορτάσει ο κόσμος τις μέρες αυτές.

Ο Ηλίας της Μπαμπλένως ήταν τίμιος και ειλικρινής άνθρωπος. Μία μόνο απάτη είχε κάνει όταν ήταν πάρα πολύ νέος – το κρίμα του το είχε εξομολογηθεί τότε στον πνευματικό, κι από τότε το διηγιόταν σε πολλούς ανθρώπους. Με το δασκάλεμα ενός γεροντότερου, που φαινόταν να είναι έμπειρος σε τέτοιες δουλειές, είχαν κρατήσει για λογαριασμό τους μερικές δεκάδες κεραμίδια από τα κεραμουργεία των Ωρεών.

Αλλά μόλος είχε γίνει η κλοπή, όταν έσκυψε ο Ηλίας να λύσει το σκοινί της φελούκας για να ανεβεί στο πλοίο, μια τεράστια σμέρνα πήδησε έξω από μια σχισμή βράχου ή κάποια φωλιά εκεί κοντά και του κατασπάραξε τα κρέατα στο δεξιό του αντιβραχίονα με τα τρομερά καθώς θηρίου δόντια της.

Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά για τον νεαρό τότε ναυτικό.

Η σμέρνα είχε σταλεί από το Θεό για να τον τιμωρήσει. Ακόμα και ύστερα από είκοσι χρόνια, ο Ηλίας έδειχνε τις ουλές από το φοβερό δάγκωμα σε όλους, σε όσους διηγιόταν το γεγονός αυτό, που ήταν εντελώς αληθινό, όπως φαίνεται.

Ευτυχώς, μετά την ανατολή του ήλιου, ο ανατολικός άνεμος άρχισε να ηρεμεί, κι έπειτα ησύχασε εντελώς. Ο καπετάν Ηλίας, που είχε βγει με τη βαρκούλα έξω στα λιγοστά βράχια που έκλειναν το λιμάνι στα ανατολικά, και κοίταζε να μαζέψει κοχύλια και πεταλίδες που έβοσκαν εκεί σε μεγάλο αριθμό, στον ίσκιο του βράχου της θάλασσας, με λύπη του άφησε το αγαπημένο του λιμανάκι – ήταν μια ποιητικότατη μικρή αγκαλιά της γης, όπου ημέρευαν τα άγρια κύματα και γυάλιζε γαλανή η θάλασσα – κι έβαλε πλώρη πάλι ανατολικά.

Τώρα θα έβγαινε πια στο ανοιχτό πέλαγος, κι ο Θεός βοηθός!

Πολύ χορευτικό και με απότομα σκαμπανεβάσματα ήταν εκείνο το πέρασμα.

Το πέλαγος, αχαλίνωτο, με τις λευκές χαίτες των κυμάτων να ορθώνονται και να αναπηδούν αδιάκοπα, πλέοντας σε έναν άγνωστο δρόμο προς τον ατέλειωτο υγρό κύκλο, πηγαίνοντας προς το άπειρο, προς την αιωνιότητα, αχόρταγο, είχε φάει πολλά σκάφη και σκελετούς, πολλά σκαριά πλοίων και πολλά κουφάρια ανθρώπων. Οι καλές νοικοκυράδες, οι ευλαβικές χριστιανές, γύρω στα χωριά και στα νησιά, μαγείρευαν θαυμάσια ροφούς, συναγρίδες και όλα τα μεγάλα νόστιμα ψάρια. Αλλά πού να δοκιμάσουν το φαγητό στη γεύση, να το δουν στο αλάτι! Εκείνα τα ψάρια ήταν πιθανό να είχαν γευτεί πνιγμένους ανθρώπους, και ποια καλή χριστιανή θα τα έβαζε ποτέ στο στόμα της!

Η μπρατσέρα, αφού παρέκαμψε το Τρίκκερι, και είχε απομακρυνθεί περίπου ένα μίλι στο πέλαγος, άρχισε να κουνιέται πολύ δυνατά στα πλευρά, από τα αριστερά στα δεξιά. Ο άνεμος είχε δυναμώσει και γύρισε σε Γραίγο (ΒΑ).

Ο κυβερνήτης πρόσταξε το ναύτη και το μούτσο του να ποδίσουν (να διακόψουν την πορεία), κι αφού έστριψαν μπήκαν στον Άι-Σώστη, στο λιμανάκι που είχε το όνομα του, κι έριξαν άγκυρα. Α! τώρα αντίκριζαν το ωραίο καταπράσινο νησί, που ήταν σαν παράδεισος φυτεμένος ανάμεσα στα τέσσερα πέλαγα, που το έβρεχαν όπως παλιά οι τέσσερις ποταμοί τον κήπο της Εδέμ.

Δε βρίσκονταν πια μακριά. Ήταν σε δέκα μίλια απόσταση, και να έσκαζε ο εχθρός, ως την άλλη μέρα, στις 31, όλοι οι άνεμοι θα ηρεμούσαν, και η μπρατσέρα θα έφτανε στο τέρμα της πορείας της.

Νύχτωσε κιόλας. Ο Ηλίας της Μπαμπλένως είχε αποφασίσει, πριν φέξει η άλλη μέρα, μετά τα μεσάνυχτα, κοντά στα χαράματα, να ξεκινήσει για το ποθητό τέρμα του ταξιδιού του.

Πράγματι, ο Άι-Σώστης τους βοήθησε, και δεν χρειάστηκε πια, όταν με το πρώτο φώς της αυγής ξεκίνησαν, να καταφύγουν και στα άλλα δύο λιμανάκια, ούτε στο Απάγκειο, ούτε στο Χαμογιαλό. Ήταν γαλήνη τις πρωινές ώρες. Αλλά το σκάφος δεν προχωρούσε. Για αυτό έδεσε το σκοινί με τη φελούκα. Ο καπετάν Ηλίας κι ο ναύτης του τραβούσαν κουπί και ρυμουλκούσαν το πλοίο. Μόνο ο μικρός μούτσος έμεινε πάνω στη βρατσέρα και κρατούσε το πηδάλιο.

Κατά κακή τύχη, όταν πλησίαζαν στη δυτική ακτή του νησιού, δυνατός πελαγίσιος άνεμος ήρθε πάλι από τα αριστερά, και το μικρό σκάφος άρχισε θλιβερά να κλυδωνίζεται. Ο Ηλίας της Μπαμπλένως κι ο ναύτης του έλυσαν το σκοινί, ανέβηκαν στη μπρατσέρα και πήραν στα χέρια τους τα ξάρτια και το πηδάλιο. Κατέβασαν τα πανιά, και το σκάφος έμεινε να ταξιδεύει χωρίς αυτά.

Να περάσει κανείς όλο τον κόλπο και το πέλαγος, να αράξει σε τρία λιμανάκια – στη Χονδρή Άμμο, στο Ελαφοκλήσι και στον Άι-Σώστη – και μόνο στο Απάγκειο και στο Χαμόγιαλο να μην καταφύγει – να φτάσει κάτω από την Σκιάθο, κι αντί να σε προστατέψει η χαριτωμένη ακτή του ωραίου νησιού, να σε κλυδωνίζει και να σε χορεύει διαβολικό χορό ο πελαγίσιος άνεμος! Και μάλιστα να ξημερώνει Πρωτοχρονιά, και να κοντεύει η μέρα της παραμονής να βραδιάσει! Ε, αυτό ήταν μεγάλη ατυχία, πρέπει να το παραδεχτούμε.

Και αν μπορούσε τουλάχιστον ο καπετάν Ηλίας, όπως έσωσε τον εαυτό του, τους ανθρώπους και το σκάφος, να σώσει όλες τις παραγγελίες και τα εμπορεύματα! Αλίμονο! Πρώτη φορά στη ζωή του βρέθηκε στη σκληρή ανάγκη να ρίξει ένα μέρος του φορτίου στη θάλασσα! Και πρώτα έριξε στο βυθό κοντά στην ακτή τρία βαρέλια ρούμι, που ήταν όμως βέβαιος πως θα βρίσκονταν σχεδόν απείραχτα την άλλη μέρα, όταν θα έπαυε η τρικυμία.

Η μπρατσέρα πάλευε, μόλις δύο μίλια μακριά από το λιμάνι, αντίκρυ σε μια απόκρημνη ακτή, ωστόσο δεν μπορούσε να πλησιάσει. Έπειτα έριξε στη θάλασσα ένα σακί με ρύζι και δυο κασόνια με σαπούνια. Το αμπάρι άδειασε αρκετά, και ξαλάφρωσε το σκάφος.

Ας έσωζε τουλάχιστον τις παραγγελίες! Αλλά πίσω στην καμπίνα, κοντά στα άλλα ψώνια, ήταν ένα πακέτο από χαρτόνι γεμάτο βαριά σίδερα, εργαλεία, κι από πάνω, ένα ψαλίδι που το είχε παραγγείλει στον καπετάν Ηλία να της το φέρει από το Βόλο η Μαριώ η Μαλλίνα. Ο ναύτης, σύμφωνα με τη διαταγή του κυβερνήτη, έριξε αυτό το βαρύ πράγμα στη θάλασσα. Και μαζί με τα άλλα σίδερα, πήγε και το ψαλίδι στον πάτο. Αχ και να το έβλεπε η Μαριώ η Μαλλίνα, πως καταποντίστηκε έτσι το ψαλίδι της, πόσα θα έκοβε η γλώσσα της ενάντια στον καπετάν Ηλία.

Αλλά, πάνω από τα σίδερα και το ψαλίδι, στο ίδιο πακέτο, ήταν και οι κόκκινες μυτερές παντόφλες της Μαργαρώς της Πασσίνας, οι κουντούρες. Από απροσεξία του ναύτη, πήγαν κι οι παντόφλες μαζί με τα σίδερα. Ο καπετάν Ηλίας πρόλαβε και τις είδε για μια στιγμή, σαν να είχαν φτερά, να χοροπηδούν, πριν βυθιστούν στο κύμα. Αχ, πόσο λυπήθηκε! Και τι θα έλεγε στη γειτόνισσά του, τη Μαργαρώ της Πασσίνας;

Το μόνο πράγμα από όλες τις παραγγελίες που σκόπιμα το έριξαν στη θάλασσα, ήταν η «σβάρνα», σαν σχεδία για τη στεριά από χοντρές σανίδες δεμένες με σίδερα, που αγοράστηκε σύμφωνα με την παραγγελία του ζευγολάτη, του Γιάννη του Αντώναρου. Και την ώρα που η μπρατσέρα άρχισε, τελικά, να προστατεύεται από τον άνεμο, και να μπαίνει στο λιμάνι, στο ηλιοβασίλεμα, ενώ προσπερνούσε το Καλαμάκι, τον κάβο που κλείνει από τα δυτικά το λιμάνι, ο καπετάν Ηλίας νόμισε πως έβλεπε μια κάπα και μια ανθρώπινη κατατομή, να στέκει πάνω στο βράχο και να χειρονομεί προς το μέρος της μπρατσέρας. Πίστεψε πως θα ήταν ο Γιάννης ο Αντώναρος, που θα ρωτούσε, βέβαια, από μακριά τον κυβερνήτη αν του έφερε τη σβάρνα. Αλλά τη φωνή την έπαιρνε ο άνεμος.

Όταν όμως η μπρατσέρα πλησίασε, μόλις νύχτωσε, στον βράχο του Επάνω Μαχαλά, ο Ηλίας της Μπαμπλένως άκουσε καθαρά τη διαπεραστική φωνή της Μαργαρώς της Πασσίνας, της γειτόνισσας του:

-Θυμήθηκες να μου φέρεις τις κουντούρες, καπετάν Ηλία;

(1907)

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Dec_bi10

*Το αυθεντικό διήγημα του Παπαδιαμάντης μπορεί κανείς να το διαβάσει κάνοντας κλικ εδώ:

http://xantho.lis.upatras.gr/test2.php?art=550

όπως ακριβώς πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΖΩΗ, πιθανότατα στα 1907, δηλαδή εκατό και περισσότερα χρόνια πριν, τότε που έζησε και εκείνος που το έγραψε, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ακριβώς γι' αυτό χρειάστηκε να το δημοσιεύσουμε σε διασκευή ώστε να μπορούν να το διαβάσουν τα σημερινά παιδιά και να μη σταθεί εμπόδιο αφενός η γλώσσα του Παπαδιαμάντη και αφετέρου το παλιό σύστημα τονισμού αλλά και ορθογραφίας.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέθανε σαν σήμερα, στις 3 Ιανουαρίου 1911. Είχε γεννηθεί στις 4 Μαρτίου του 1851, στη Σκιάθο και το χρόνο που μόλις τελείωσε, το 2011, ονομάστηκε προς τιμήν του έτος Παπαδιαμάντη, αφού συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από το θάνατό του και 160 από τη γέννησή του.

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας ως "ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων", τίτλος που οφείλεται όχι μόνο σε όσα απέπνεε η μορφή του:

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  %2525CE%2525A0%2525CE%2525B1%2525CF%252580%2525CE%2525B1%2525CE%2525B4%2525CE%2525B9%2525CE%2525B1%2525CE%2525BC%2525CE%2525AC%2525CE%2525BD%2525CF%252584%2525CE%2525B7%2525CF%252582

αλλά και συνολικά η ζωή μα και το έργο του. Μάλιστα ένας άλλος κορυφαίος ποιητής μας, ο Οδυσσέας Ελύτης, είπε το εξής χαρακτηριστικό:

"Όπου και αν σας βρει το κακό αδερφοί,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και
μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη."

Με λίγα λόγια ο Παπαδιαμάντης είναι για τους Έλληνες ότι για τους χριστιανούς ένας σπουδαίος άγιος που και μόνο το όνομά του σε δύσκολες ώρες αρκεί για να σου δώσει δύναμη, πχ ο άγιος Νικόλαος για τους ναυτικούς. Έτσι και ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων, ο κυρ Αλέξανδρος από τη Σκιάθο.

Τα πρώτα του χρόνια τα έζησε στο νησί του, ο πατέρας του ήταν ιερέας και ο Αλέξανδρος ήταν ένα από τα 9 παιδιά της οικογένειας. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα αλλά και γαλουχήθηκε στον χριστιανικό τρόπο ζωής, ακολουθώντας τον πατέρα του στις εκκλησίες και στα ξωκλήσια του νησιού και παίρνοντας συστηματικά μέρος στα διάφορα χριστιανικά έθιμα.

Αργότερα τον έστειλαν να σπουδάσει στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας και μετά στον Πειραιά. Ήταν όμως πολύ φτωχός και οι στερήσεις τον ανάγκασαν να τελειώσει το Γυμνάσιο σε μεγάλη ηλικία καθώς ήταν υποχρεωμένος παράλληλα να εργάζεται για να βγάζει το ψωμί του. Ήταν λοιπόν 23 ετών όταν τελείωσε την Δ' Γυμνασίου εκείνης της εποχής και αμέσως μετά, το 1874, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή. Άκουσε εκεί αρκετά μαθήματα αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο, για τους λόγους που είπαμε και πριν. Παράλληλα μελετούσε μόνος του ξένες γλώσσες και έμαθε Αγγλικά και Γαλλικά, τόσο καλά που λίγοι άνθρωποι στην εποχή του γνώριζαν.

Από μικρός ασχολιόταν με τη ζωγραφική και το γράψιμο. Στα 1879, σε ηλικία 28 ετών, δημοσίευσε σε περιοδικό της εποχής το πρώτο του μυθιστόρημα που λεγόταν "Η μετανάστις" και λίγο αργότερα τους "Εμπόρους των Εθνών". Κατόπιν αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο γράψιμο διηγημάτων όπου και διέπρεψε. Όσα και να πει κάποιος για τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, λίγα θα είναι. Θεωρείται και είναι ο κορυφαίος στο είδος αυτό της λογοτεχνίας.

Η γλώσσα βέβαια που έγραψε σήμερα μας φαίνεται δύσκολη μα με λίγη καλή προσπάθεια μπορεί κάποιος να διαβάσει Παπαδιαμάντη από το πρωτότυπο και από κάθε άποψη αξίζει τον κόπο. Σήμερα κυκλοφορούν αρκετά διηγήματά του και σε διασκευή ώστε να μπορούν εύκολα οι άνθρωποι και ιδίως τα παιδιά να διαβάσουν Παπαδιαμάντη μα όπως και να το κάνουμε η διασκευή στερεί μεγάλο μέρος της ποιότητας του αρχικού έργου. Και προσωπικά θα καταθέσω ότι παρά τη δύσκολη γλώσσα του Παπαδιαμάντη κατάφερα σε ηλικία δέκα ετών να διαβάσω όλα σχεδόν τα έργα του. Θεωρώ ότι ήταν το καλύτερο δώρο που έκανα ποτέ στον εαυτό μου. Και εύχομαι το ίδιο δώρο να κάνει και κάθε σημερινό παιδί στο δικό του εαυτό.

Ο Παπαδιαμάντης έζησε αρκετά χρόνια στην Αθήνα και έβγαζε τα απαραίτητα για τη ζωή του γράφοντας σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Παράλληλα έκανε και μεταφράσεις. Πάντα όμως τα οικονομικά του ήταν δύσκολα, όχι μόνο γιατί δεν πληρωνόταν καλά αλλά και γιατί δε διαχειριζόταν σωστά αυτά τα λεφτουδάκια που έπαιρνε. Λένε πολλά για εκείνον στο θέμα αυτό. Πως κάποτε του πρότειναν μισθό 150 δραχμών (μεγάλο ποσό για την εποχή) κι εκείνος απάντησε ότι είναι πολλά και πως του φτάνουν μόνο 100! Επίσης δεν προλάβαινε να πληρωθεί και άρχιζε να μοιράζει χρήματα στους φτωχούς και να στέλνει στην οικογένειά του στη Σκιάθο. Έτσι σε λίγες μέρες έμενε απένταρος!

Ο Παπαδιαμάντης ήταν λιτοδίαιτος και κυκλοφορούσε ντυμένος πολύ φτωχικά. Τόσο που κάποτε ένας εθνικός ευεργέτης τον είδε στο δρόμο και περνώντας τον για ζητιάνο λίγο έλειψε να τον ελεήσει. Τελευταία στιγμή τον πρόλαβε κάποιος και του είπε: "Τι πας να κάνεις; Είναι ο Παπαδιαμάντης!"

Οι άνθρωποι σύντομα αναγνώρισαν την αξία του Παπαδιαμάντη και τα διηγήματα που έγραφε ήταν περιζήτητα από τα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Εκείνος όμως ζούσε μοναχικά και απόκοσμα, σαν καλόγερος. Μάλιστα στις αγαπημένες του ασχολίες ήταν να ψέλνει σε ένα μικρό εκκλησάκι της Αθήνας, τον Άγιο Ελισαίο, παρέα με τον εξάδελφό του, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, που κι εκείνος ήταν λογοτέχνης όχι όμως του ύψους του Παπαδιαμάντη.

Ο τρόπος ζωής του δημιούργησε σιγά σιγά αρκετά προβλήματα υγείας. Μάλιστα να προσθέσουμε ότι του άρεσε πολύ και το κρασάκι και συχνά τα έτσουζε. Έτσι στα 57 του χρόνια αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στο νησί του, για να τον φροντίσουν εκεί οι αδερφές του. Δε θέλησε να μπει σε νοσοκομείο, όπως οι καλοί του φίλοι και μεγάλοι λογοτέχνες της εποχής, τον συμβούλευαν. Η ζωή της Αθήνας τον είχε κουράσει. Πίστευε ότι η ζωή στην αγαπημένη του Σκιάθο και η οποία κυριαρχεί στα διηγήματά του, θα τον έκανε καλά. Δυστυχώς ήταν αρκετά κλονισμένη η υγεία του και μόλις τρία χρόνια αργότερα, στις 3 Ιανουαρίου 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης άφησε τη στερνή πνοή του.

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε μεγάλη θλίψη σε ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμη και στο εξωτερικό, όπου ήταν ήδη γνωστός ως κορυφαίος διηγηματογράφος. Έγιναν πολλά φιλολογικά μνημόσυνα για εκείνον και στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ακόμη και στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη που ζούσαν τότε πολλοί Έλληνες.

Όσο ζούσε ο Παπαδιαμάντης τα έργα του δεν είχαν εκδοθεί σε βιβλίο. Όμως λίγα χρόνια μετά το θάνατό του οι εκδοτικοί οίκοι ξεκίνησαν να εκδίδουν έργα του Παπαδιαμάντη και τα οποία γίνονταν ανάρπαστα. Στα 1924 μάλιστα εκδόθηκαν και τα Άπαντα του συγγραφέα από τον Ελευθερουδάκη. Από τότε και μέχρι σήμερα η λογοτεχνική αξία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όχι μόνο συνεχίζει να θεωρείται μεγάλη αλλά και διαρκώς μεγαλώνει! Παρόμοιο φαινόμενο στα ελληνικά γράμματα δεν έχουμε. Κι άλλοι σπουδαίοι λογοτέχνες πέρασαν και αρκετοί ξεχάστηκαν κιόλας. Μα σαν τον Παπαδιαμάντη κανένας!

Αρκεί κανείς να σκύψει στα έργα του για να καταλάβει το γιατί. Να νιώσει τη μαγεία του λόγου του. Τέτοια που να θεωρείται ποιητής αν και κυρίως έγραψε σε πεζό λόγο.

Σήμερα αρκετά έργα του Παπαδιαμάντη έχουν παιχτεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση. Από τα πρώτα ήταν Οι έμποροι των εθνών, που παίχτηκε από την κρατική τηλεόραση στα πρώτα της κιόλας βήματα και έκανε γνωστό τον Παπαδιαμάντη ακόμη και στους απλούς ανθρώπους που δε διαβάζουν βιβλία. Και πρόσφατα όμως γυρίστηκε σε ταινία "Η νοσταλγός" που θεωρείται από κάποιους το αριστούργημά του. Προσωπικά το κορυφαίο του έργο θεωρώ πως είναι "Η φόνισσα", διήγημα πολυσέλιδο, διαμάντια όμως είναι και κάποια από τα μικρά του διηγήματα όπως:

Το μοιρολόγι της φώκιας, Το αστεράκι, Το άνθος του γιαλού, Ο έρωτας στα χιόνια, Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, Δώρα πτερόεντα, Βασιλική δρυς και πολλά άλλα...


ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 9:04 pm

Πόσο δύσκολη στάθηκε η ζωή του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μπορείτε να το νιώσετε ακούγοντας το τραγούδι που ακολουθεί και που τους στίχους τους έγραψε ο ίδιος. Λέγεται μάλιστα ότι την πρώτη στροφή την έγραψε αρχικά στο πίσω μέρος μιας κάρτας που έστειλε στη μητέρα του, στη Σκιάθο. Δεν είναι λοιπόν ένα απλό ποίημα που έγραψε Παπαδιαμάντης αλλά το πραγματικό παράπονο της καρδούλας του.

Μόνο που αν δεν ήταν έτσι η ζωή του, τόσο σκληρή και πικρή, δε θα ήταν και τα διηγήματα που μας άφησε τόσο σπουδαία... Ο Παπαδιαμάντης και στα διηγήματά του για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου έγραψε. Θα μπορούσε να γράψει γι' αυτά αν δεν τα είχε ζήσει και ο ίδιος;

Δεν πρέπει λοιπόν να τον λυπόμαστε για όσα έζησε μα να τον θαυμάζουμε που βρήκε τον τρόπο με την πένα του να αντιπαλέψει όσα του συνέβαιναν, και τον καημό του να τον κάνει τραγούδι. Αυτό εξάλλου διδάσκει σε όλους μας το δρόμο να αποφορτίζουμε όσα βαραίνουν και τη δική μας καρδιά, το δρόμο της τέχνης...



Στίχοι: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μουσική: Μανώλης Λιαπάκης
Πρώτη εκτέλεση: Σωκράτης Μάλαμας



Μάνα μου,
εγώ είμαι τ' άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος
βροχή που το πληγώνει..


Το δόλιο
όπου κι αν στραφεί
απ' όπου κι αν περάσει
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί
κλωνάρι να πλαγιάσει..

Εγώ βαρκούλα μοναχή
βαρκούλα αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό
σε θάλασσα αφρισμένη..

Παλεύω με τα κύματα
χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα
πλην την ευχή σου μόνη..

ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 9:56 pm

Ας δούμε τώρα ένα αυθεντικό κείμενο του Παπαδιαμάντη, στη γλώσσα που εκείνος έγραφε και μάλιστα με πολυτονικό σύστημα. Δοκιμάστε να το διαβάσετε... Θα δείτε ότι δεν είναι και τόοοοοσο δύσκολο! Κι αξίζει μέρα που είναι να αποκτήσετε μια γεύση από αληθινό Παπαδιαμάντη και όχι διασκευασμένο!


Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ (1906)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


"Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.

Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.

Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.

Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

- Καὶ τί εἶναι;

- Εἶναι...

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.

- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;

Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.

Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;

Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.

Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:

- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:

»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.

»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος.

Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο.

Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!

»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!

»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.

»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».


ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 10:06 pm

Και το κείμενο που ακολουθεί είναι στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, όμως έχει γραφτεί με μονοτονικό σύστημα και είναι πιο εύκολο για τα σημερινά παιδιά να το διαβάσουν. Βέβαια η ορθογραφία του κειμένου δεν ταιριάζει με τη σημερινή γραμματική, θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας. Όμως τη λογοτεχνία δεν τη διαβάζουμε για να μάθουμε ορθογραφία αλλά για πολύ πιο ακριβά δώρα που μπορεί η γλώσσα να μας μεταφέρει...

Το κείμενο του Παπαδιαμάντη συνοδεύει και ένα ωραιότατο βίντεο που έφτιαξαν κάποια παιδιά, "ντύνοντας" όσα διάβασαν με εικόνες. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτό σας δώσει ιδέες να κάνετε κι εσείς το ίδιο με κάποιο άλλο διήγημα του κυρ Αλέξανδρου. Μακάρι να αφορά διήγημα ταιριαστό και με το εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα, το "Πού πας, καραβάκι..." για να το εντάξουμε και στις δραστηριότητες που θα υποβάλουμε στη Helmepa!

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ



Ξένος του κόσμου και της σαρκός κατήλθεν την παραμονήν από τα ύψη συστείλας τας πτέρυγας, όπως τας κρύπτει θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.

Εκράτει εις την χείραν εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.

Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο Άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχων εκείθεν.

Επήγεν εις την καλύβαν πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την ημέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν’ αποκοιμήση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγός της· αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη και μετ’ ολίγον οι δύο επλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχήν των και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο Άγγελος.

Ανέβη εις μέγα κτήριον, πλουσίως φωτισμένων. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας κι επάνω των έκυπτον άνθρωποι, μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο Άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του, δια να μην βλέπη, κι έφυγε δρομαίος.

Εις τον δρόμον συνήντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχομένους από τα καπηλεία, οινοβαρείς και άλλους κατερχομένους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινάς είδε ν’ ασχημονούν και τινάς ήκουσε να βλασφημούν τον Άη-Βασίλην ως πταίστην. Ο Άγγελος εκάλυψε με τας πτέρυγάς του τα ώτα, δια να μην ακούη, και αντιπαρήλθεν.

Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας και εις το βάθος αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: Τον Δεσπότην και αρχιερέα!

Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρά του – το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν να δροσίζη τας ψυχάς και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 10:35 pm

Ένα από τα πολύ ωραία διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη.

Ας το απολαύσουμε ακούγοντάς το δραματοποιημένο από ηθοποιούς:


Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη. Μέρος πρώτο.


Διασκευή απ΄το ομώνυμο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Παίζουν : Ν.Περγιάλης ,Γ.Αργύρης ,Τ.Βουλαλάς, Δ.Τσούτσης, Κ.Κοσμόπουλος, Ν.Μαρσέλλου, Θ.Δαδινόπουλος, Τ.Γαρμπή, Ν.Κεδράκας, Κ.Καφάση­ς, Θ.Μαρίδης, Λ.Παγκάλου

ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 10:40 pm


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη.

Μέρος δεύτερο.


-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.

-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.

-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 10:40 pm


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη.

Μέρος τρίτο

ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ  Empty Απ: Ο ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Ιαν 03, 2012 10:44 pm


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη.

Μέρος τετάρτο


Το πέμπτο και τελευταίο μέρος αυτής της σειράς δεν κατάφερα να το βρω στο you tube. Το παραθέτω λοιπόν υπό μορφή κειμένου. Ποια ήταν η εξέλιξη της ιστορίας και πώς τελικά έκαμε Χριστούγεννα ο Τεμπέλης...


-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.

Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του.

Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.

Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'

-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;

Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.

Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.

-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά

-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;

-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...

-Είναι μέσα;

-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.

-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...

Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.

-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.

Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;

-Τ' ακούω.

-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.

Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε

-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε, κι άλλε πέντε, δέκα!

Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.

-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...

Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.

-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!

ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 1035
Ημερομηνία εγγραφής : 10/07/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης